Μέτρα στήριξης σε περιόδους οικονομικής κρίσης

Μέτρα στήριξης σε περιόδους οικονομικής κρίσης

της | 17 Αυγούστου, 2020 |

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που δυνατόν να οδηγήσουν σε οικονομική ύφεση, είτε τοπική είτε παγκόσμια, όπως η πτώση του χρηματιστηρίου, οι φούσκες ακινήτων, περιορισμοί στην εξασφάλιση πιστώσεων ή φυσικά φαινόμενα. Και ενώ οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να εντοπίσουν ορισμένους παράγοντες που σηματοδοτούν μια επικείμενη ύφεση και να ενεργήσουν αρκετά νωρίς έτσι ώστε να αποτρέψουν μια ύφεση μεγάλης κλίμακας, άλλοι παράγοντες δεν μπορούν να προβλεφθούν ούτε να περιοριστούν τόσο εύκολα.

Ως εκ τούτου, σε μια επικείμενη ή συνεχιζόμενη ύφεση, οι κυβερνήσεις επικεντρώνονται σε μέτρα ανάκαμψης όλων των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και της οικονομίας γενικότερα. Ένα βασικό στοιχείο τέτοιων μέτρων είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η μεταρρύθμιση των εθνικών πλαισίων αφερεγγυότητας ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.

Έτσι, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, που ακολούθησε το κραχ του χρηματιστηρίου στις 29 Οκτωβρίου 1929, η κυβέρνηση του Ρούσβελτ εισήγαγε μέτρα για την ανακούφιση των ανέργων, την ανάκαμψη της οικονομίας και τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και ένα νέο Περί Πτωχεύσεως Νόμο που περιόριζε την ικανότητα των τραπεζών να ανακτούν φάρμες αγροτών. Αντίστοιχα, παρακινούμενη από τις συνέπειες της ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η βρετανική κυβέρνηση εισήγαγε το 1986 τον Περί Αφερεγγυότητας Νόμο (Insolvency Act) και το Περί Ανικανότητας των Διευθύνων Συμβούλων Νόμο (Directors’ Disqualification Act). Ακολούθως το 2002, εν μέσω της οικονομικής κρίσης της Αργεντινής, εισήχθησαν τροποποιήσεις του Περί Πτωχεύσεως Νόμου της Αργεντινής προκειμένου να ενισχυθεί η χρήση του υφιστάμενου σχεδίου αναδιοργάνωσης εταιρειών που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.

Πιο πρόσφατα, κατά την ύφεση της δεκαετίας του 2000, η ανάκαμψη αποδείχθηκε να κινείτε με βραδύτερους ρυθμούς λόγω της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, αυτή η ύφεση ξεκίνησε και παρατάθηκε από την κρίση των τραπεζών, οπότε οι ρυθμιστικές αρχές στράφηκαν αρχικά σε μέτρα στήριξης των τραπεζών, όπως το πακέτο διάσωσης τραπεζών που εκδόθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση το 2008 και το Πρόγραμμα Ενίσχυσης  φορτικών περιουσιακών στοιχείων (Troubled Assets Relief Program) που επιβλήθηκε στις ΗΠΑ με τον Περί Οικονομικής Σταθεροποίησης Νόμο (Emergency Economic Stabilization Act) του 2008. Ωστόσο, στο αποκορύφωμά αυτής της ύφεσης, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες προσπάθησαν στη συνέχεια να μεταρρυθμίσουν το πλαίσιο αφερεγγυότητας τους, αναφορικά με την παροχή νέων εργαλείων αναδιάρθρωσης και την καλύτερη ρύθμιση του επαγγέλματος των συμβούλων αφερεγγυότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλότερο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης.

Σήμερα, κυβερνήσεις ανά το παγκόσμιο μελετούν τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό και την ανάκαμψη από την επικείμενη οικονομική ύφεση ένεκα του κορωνοϊού, μια απροσδόκητη παγκόσμια ύφεση που προκλήθηκε από μια πανδημία και της οποίας ο αντίκτυπος συγκρίθηκε με αυτόν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εάν έχουμε μάθει από την ιστορία μας αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για μια γρήγορη ανάκαμψη, θα το δούμε εντός της επόμενης δεκαετία. Ωστόσο, η γρήγορη και αποφασιστική ανταπόκριση στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας πολλών χωρών ήταν αξιοσημείωτη. Κάποιες από αυτές έχουν εντοπίσει εξαρχής την ανάγκη υιοθέτησης προσωρινών και μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο αφερεγγυότητας τους με σκοπό τη σταθεροποίηση των επιχειρήσεων.

Μερικές βδομάδες μόλις αφού είχαν πληγεί από την πανδημία του κορωνοϊού, χώρες όπως η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Πορτογαλία και η Ισπανία ανέστειλαν ή χαλάρωσαν με άμεση ισχύ τη θεσμοθετημένη υποχρέωση διευθυντών να θέτουν υπό εκκαθάριση τις καταχρεωμένες εταιρείες. Στη Τσεχία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Λετονία, την Ουκρανία και τη Φινλανδία τα προσωρινά μέτρα που θεσπίστηκαν εμποδίζουν τον πιστωτή να υποβάλει αίτηση πτώχευσης ενός οφειλέτη, ή αντίστοιχα αίτηση εκκαθάρισης μίας εταιρείας, και αναστέλλουν τη θεσμική υποχρέωση του οφειλέτη να υποβάλει εκούσια αίτηση πτώχευσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Ενώ η Αρμενία, η Ινδία, η Αυστραλία και η Σκοτία αύξησαν προσωρινά το όριο χρέους για την ενεργοποίηση διαδικασίας αφερεγγυότητας.

Το Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη, εν μέσω της δημοσιονομικής αστάθειας που προκάλεσε ο κορωνοϊός και το Brexit, εισήγαγε μηχανισμούς εταιρικής ανάκαμψης στη βάση του προληπτικού πλαισίου αναδιάρθρωσης που προνοεί η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/1023. Σημειώνεται δε ότι η Οδηγία αυτή δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά που εισήγαγαν στη Βρετανία, περιλαμβάνουν (α) ένα μορατόριουμ που επιτρέπει στις εταιρείες να ‘’ανασάνουν’’ από τις απαιτήσεις των πιστωτών, (β) προστασία των προμηθειών προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση των συναλλαγών, (γ) ένα νέο σχέδιο αναδιάρθρωσης που δεσμεύει τους πιστωτές και (δ) την προσωρινή αναστολή ορισμένων διατάξεων περί ακυρώσιμων συναλλαγών (wrongful trading) για να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στους συμβούλους εταιρειών στο να λάβουν μέτρα για την ανάκαμψη τους.

Στην Κύπρο, σύμφωνα με τo ισχύον δίκαιο αφερεγγυότητας, ένας ή περισσότεροι πιστωτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης ενός ατόμου εάν τους οφείλει συλλογικά €15.000 ή περισσότερα. Αυτό ισχύει για όλα τα φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται με την προσωπική τους ιδιότητα και για όλους τους αυτοτελώς εργαζομένους, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τον προϋπολογισμό της επιχείρησής τους ή τον αριθμό των ατόμων που απασχολούν. Μια εταιρεία, από την άλλη πλευρά, δυνατόν να τεθεί υπό εκκαθάριση από έναν πιστωτή για χρέος ύψους μόλις €5.000 ευρώ που οφείλεται για συνολική περίοδο 3 ή περισσοτέρων εβδομάδων.

Με αυτές τις διατάξεις, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων των οποίων οι δραστηριότητες έχουν ανασταλεί ή περιοριστεί με τα μέτρα έκτακτης ανάγκης για αντιμετώπιση του κορωνοϊού, δυνατόν να τεθούν υπό εκκαθάριση ανά πάσα στιγμή. Σε σχέση με αυτό τον επικείμενο κίνδυνο εκκαθάρισης των επιχειρήσεων που οδηγεί στον άμεσο και οριστικό τερματισμό της λειτουργίας τους, η προσωρινή αναστολή εξώσεων που υιοθετήθηκε με τροποποίηση των περί  Ενοικιοστασίου Νόμων είναι εμφανώς επουσιώδες μέτρο.

Περαιτέρω, ορισμένες διατάξεις του πλαισίου αφερεγγυότητας σχετικά με τις ακυρώσιμες  συναλλαγές, αν και σπάνια εφαρμόζονται, δυνατόν να αποβούν μοιραίες μακροπρόθεσμα για τους διευθύνων συμβούλους εταιρειών και τους επιχειρηματίες. Συγκεκριμένα, με την επανέναρξη των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων είναι αναμενόμενο να προσπαθήσουν να ρευστοποιήσουν ή αν υποθηκεύσουν περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας προκειμένου να λάβουν πίστωση και να συνεχίσουν τις εργασίες τους, κάτι το οποίο δυνατόν να κριθεί ως ακυρώσιμη συναλλαγή σε περίπτωση εκκαθάρισης της επιχείρησής τους στο εγγύς μέλλον. Συγκεκριμένα το άρθρο 303 του Περί Εταιρειών Νόμου προνοεί ότι μια κυμαινόμενη επιβάρυνση που καταρτίστηκε έως και 12 μήνες πριν από την έναρξη εκκαθάρισης μιας εταιρείας είναι ακυρώσιμη συναλλαγή.

Λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχή μείωση των εργασιών πολλών επιχειρήσεων ένεκα των μέτρων έκτακτης ανάγκης, όπως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της φιλοξενίας και του τουρισμού, ίσως είναι η κατάλληλη ώρα για την εισαγωγή ορισμένων μεταρρυθμίσεων στο Κυπριακό πλαίσιο αφερεγγυότητας που να σκοπούν στην ελαχιστοποίηση του κινδύνου εκκαθάρισης τους.

Άντρη Κυπριδήμου, Manager, Corporate Recovery Services.

Ποία είναι η